- ελάσσων
- και ελάττων -ον (AM ἐλάσσων και ἐλάττων, -ον)1. μικρότερος, λιγότερος2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο3. χαμηλότερος, κατώτερος ως προς το ποσό ή τον αριθμό4. (για χρόνο) βραχύτερος, συντομότερος5. κατώτερος ως προς την αξία ή τη φήμη σχετικά με κάποιον άλλονεοελλ.1. φρ. «ο ελάσσων όρος» (σε συλλογισμό)αυτός που χρησιμεύει ως υποκείμενο τού συμπεράσματος2. φρ. «ελάσσων πρόταση» — η πρόταση που περιέχει ελάσσονα όρο(αρχ))1. το αρσ. ως ουσ. «οἱ ἐλάσσονες» — οι κοινωνικά κατώτεροι, η λαϊκή τάξη2. φρ. α) «τίθεμαι, ἡγοῡμαι, ποιοῡμαι περὶ ἐλάσσονος» — θεωρώ κατώτερο, μικρότερης σημασίας ή αξίαςβ) «ἐλάσσων γίγνομαι τῶν σιτίων» — παίρνω μικρότερη ποσότητα από την κανονική3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἔλασσονλιγότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττικός τύπος ελάττων < ελαχύς + επίθημα -jων (πρβλ. κρείττων). Ο τ. ελάσσων, με συρριστικοποίηση τών δύο -τ-. Το μακρό -ᾱ- τού τύπου είναι υστερογενές].
Dictionary of Greek. 2013.